- παραξαπλώνω
- 1. μετ. слишком вытягивать, протягивать (чаще руки, ноги);
παραξαπλώνω τα πόδια μου — вытягивать ноги;
2. αμετ.1) лежать растянувшись, раскинувшись; 2) залежаться (в постели)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραξαπλώνω τα πόδια μου — вытягивать ноги;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραξαπλώνω — ξαπλώνω κάτι ή ξαπλώνομαι σε μεγαλύτερη έκταση από όση πρέπει ή για πάρα πολύ χρόνο … Dictionary of Greek
παραξαπλώνω — παραξάπλωσα, παραξαπλώθηκα, παραξαπλωμένος 1. μτβ., απλώνω, τεντώνω κάτι πολύ: Παραξάπλωσες τις δουλειές σου και δεν μπορείς να τις παρακολουθείς. 2. αμτβ., ξαπλώνω για πολύ χρόνο: Παραξάπλωσα το μεσημέρι και σηκώθηκα αργά. Ουσ. παραξάπλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραξάπλωμα — το [παραξαπλώνω] ξάπλωμα περισσότερο από το κανονικό … Dictionary of Greek